- προκατεύχομαι
- Ακάνω προσευχές, προσεύχομαι πριν από μια πράξη («προκατεύχεται ὁ ἱερεὺς τῆς τροφῆς» — ο ιερέας εκφωνεί ευχή πριν από το φαγητό, Ιώσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατεύχομαι «εύχομαι, προσεύχομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατεύχομαι — πρό κατεύχομαι pray earnestly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek